- ὀτραλέως
- ὀτραλέως (cf. ὀτρηρός): busily, nimbly, quickly.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
ὀτραλέως — ὀτραλέος quickly adverbial ὀτραλέος quickly masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οτραλέος — ὀτραλέος, η, ον (Α) οτρηρός. επίρρ... ὀτραλέως (Α) 1. γρήγορα, εσπευσμένα 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὀξέως, δραστικῶς, ἐνεργῶς». [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. ὀτραλέως μαρτυρείται ήδη στην Ιλιάδα, ενώ το επίθ. ὀτραλέος μαρτυρείται πολύ αργότερα (για ετυμολ. βλ. λ … Dictionary of Greek
οτρύνω — ὀτρύνω (Α) 1. παροτρύνω σε κάποιο έργο που απαιτεί τόλμη 2. (σπαν. σχετικά με ζώα) παρακινώ, κεντώ, παρορμώ («οὐρῆας τ ὠτρυνε», Ομ. Ιλ.) 3. επισπεύδω, επιταχύνω κάτι, κάνω να γίνει κάτι γρήγορα («μάχην ὤτρυνον Αχαιῶν», Ομ. Ιλ.) 4. (μεσοπαθ.)… … Dictionary of Greek